- κολίβρια
- Βλ. λ. κολιμπρί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek
κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή … Dictionary of Greek
στρελίτσια — (strelitzia). Πολυετής πόα της οικογένειας των Μουσιδών (μονοκοτυλήδονα), ιθαγενής της Ν. Αφρικής. Λέγεται και στρελισσία. Είναι φυτό άκαυλο, με όλα τα φύλλα παράρριζα, μακρόμισχα, και ανθοφόρο στέλεχος λίγο ψηλότερο των φύλλων, με σπάθη μυτερή,… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
ζωολογικός κήπος — Χώρος συγκέντρωσης ζώων, γενικά εξωτικών, που εκτρέφονται σε περιβάλλοντα με συνθήκες όσο το δυνατόν όμοιες με αυτές των περιοχών προέλευσής τους. Οι σημερινοί ζ.κ., οργανωμένοι με κριτήρια που αποκτήθηκαν ιδιαίτερα τον 19o αι., δεν έχουν μόνο… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
παταγίνη — (patagina). Γένος κολιβρίων της τροπικής Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των τροχιλίδων. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα κολίβρια, και μπορεί να φτάσει στο μήκος των 22 εκ. Η π. η γίγας έχει χρώμα καστανό με πράσινες ανταύγειες … Dictionary of Greek